πομφολυγώ

πομφολυγώ
-όω, Α [πομφόλυξ, -υγος]
1. προκαλώ πομφόλυγες ή κάνω κάτι να βράζει, να παφλάζει
2. παθ. πομφολυγοῡμαι, -όομαι, αναδίδω, σχηματίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πομφολύγωση — η, Ν [πομφολυγώ] ιατρ. δερματική, κυρίως συμπτωματική, πάθηση, κατά την οποία εμφανίζονται πομφόλυγες στο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • τονθολυγώ — έω, Α τονθορύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό που συνδέεται με το ρ. τονθορύζω / τονθορίζω, πιθ. κατ επίδραση τών τ. πομφολυγῶ, οἰνοφλυγῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”